- ζωοτομικός
- η , ό[ν] вивисекционный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζωοτομικός — ή, ό ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωοτομία («ζωοτομική πραγματεία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζωοτομία. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στο ημερολόγιο Πανελλήνιος Σύντροφος] … Dictionary of Greek